Greek Meaning of valued
πολύτιμο
Other Greek words related to πολύτιμο
Nearest Words of valued
- value-added tax => φόρος προστιθεμένης αξίας
- value statement => δήλωση αξιών
- value orientation => Προσανατολισμός
- value judgment => αξιολόγηση
- value judgement => Αξιολογική κρίση
- value => Αξία
- valuator => εκτιμητής
- valuation reserve => Αποθεματικό αποτίμησης
- valuation account => Λογαριασμός αποτίμησης
- valuation => Αξιολόγηση
Definitions and Meaning of valued in English
valued (s)
(usually used in combination) having value of a specified kind
held in great esteem for admirable qualities especially of an intrinsic nature
valued (imp. & p. p.)
of Value
valued (a.)
Highly regarded; esteemed; prized; as, a valued contributor; a valued friend.
FAQs About the word valued
πολύτιμο
(usually used in combination) having value of a specified kind, held in great esteem for admirable qualities especially of an intrinsic natureof Value, Highly r
πολύτιμος,αγαπημένος,προστατευμένο,πολύτιμος,υπό ιδιοκτησία,δαιμονισμένος,εκτιμημένος,Διατηρημένα
απών,πήγε,χαμένος,εκτοπισμένο,χαμένος,τυχαίνω,ναυαγός,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος
value-added tax => φόρος προστιθεμένης αξίας, value statement => δήλωση αξιών, value orientation => Προσανατολισμός, value judgment => αξιολόγηση, value judgement => Αξιολογική κρίση,