Greek Meaning of possessed
δαιμονισμένος
Other Greek words related to δαιμονισμένος
- Ήρεμος
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- ειρηνικός
- Γαλήνιος
- σε ειρήνη
- κεντρικός
- σίγουρος
- κουλ
- ψύχραιμος
- αποσπασμένος
- ίδιος
- επίπεδο
- διαυγής
- ήρεμος
- θυμίζει
- χαλαρός
- ανακουφισμένος
- σιωπηλός
- ψύχραιμος
- λείο
- σταθερός
- μαζί
- ήρεμος
- άενοχλητος
- ατάραχος
- ατάραχος
- ακλόνητος
- ανήσυχος
- ανέμελος
- ήρεμος
- Φιλικός
- απόμακρος
- σίγουρος
- βοοειδής
- ανέμελος
- με αυτοπειθαρχία
- αποστασιοποιημένος
- εύκολος
- ισόρροπος
- ακόμα
- αναίσθητος
- ατάραχος
- αδιάφορος
- χαλαρός
- γλυκός
- αναίσθητος
- αδιάφορος
- φλεγματικός
- σίγουρος για τον εαυτό του
- αυτόνομο
- νηφάλιος
- Απαθής
- ηρεμισμένος
- Ανεπηρέαστος
- ατάραχος
- ακλόνητος
- Καλά προσαρμοσμένος
- ισορροπημένο
- ισορροπημένος
- αυτοελεγχόμενος, εγκρατής
- ηρεμισμένο
Nearest Words of possessed
- possess => κατέχω
- posseman => ομάδα αστυνομικών
- posse comitatus => δικαιόδοση της κομητείας
- posse => ομάδα
- posology => δοσολογία
- positron emission tomography scanner => Σαρωτής τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων
- positron emission tomography => Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων
- positron => ποζιτρόνιο
- positivity => Θετικότητα
- positivistic => θετικιστικός
Definitions and Meaning of possessed in English
possessed (s)
influenced or controlled by a powerful force such as a strong emotion
possessed (a)
of, pertaining to, or like a demon or possession by a demon
FAQs About the word possessed
δαιμονισμένος
influenced or controlled by a powerful force such as a strong emotion, of, pertaining to, or like a demon or possession by a demon
Ήρεμος,συλλεγέν,συντεθειμένος,ειρηνικός,Γαλήνιος,σε ειρήνη,κεντρικός,σίγουρος,κουλ,ψύχραιμος
ταραγμένος,ανήσυχος,ενοχλημένο,στεναχωρημένος,διαταραγμένος,ταραγμένος,Αλυσίδες,αναστατωμένος,ανήσυχος,αναστατωμένος
possess => κατέχω, posseman => ομάδα αστυνομικών, posse comitatus => δικαιόδοση της κομητείας, posse => ομάδα, posology => δοσολογία,