Greek Meaning of positivistic

θετικιστικός

Other Greek words related to θετικιστικός

Definitions and Meaning of positivistic in English

Wordnet

positivistic (a)

of or relating to positivism

FAQs About the word positivistic

θετικιστικός

of or relating to positivism

χαρούμενος,αισιόδοξος,θετικός,θετικιστής,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,Ιδεαλιστής,ιδεαλιστής,Ανέφικτο,Παγκλωσσικός

κυνικός,ηττοπαθής,μοιρολατρικός,Μηδενιστικός (Mēdenistikós),απαισιόδοξος,Μισάνθρωπος,Μηδενιστής

positivist => θετικιστής, positivism => Θετικισμός, positiveness => θετικότητα, positively charged => φορτισμένος θετικά, positively => θετικά,