Greek Meaning of nihilist
Μηδενιστής
Other Greek words related to Μηδενιστής
- κυνικός
- μοιρολατρικός
- Μηδενιστικός (Mēdenistikós)
- πτωτικός
- ηττοπαθής
- απελπισμένος
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- ύφεση
- απελπισμένος
- δυσμενής
- κατσούφης
- απαισιόδοξος
- σκοτεινός
- απίθανο
- άχαρος
- Κατηφής
- άχαρος
- καταθλιπτικός
- έρημος
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- Θλιβερός
- κηδεία
- μελαγχολικός
- ζοφερός
- εχθρικός
- αρνητικός
- Σατουρνικός
- ταφικός
- σκοτεινός
- κατσούφης
- μη ελπιδοφόρος
- φωτεινό
- ενθαρρυντικός
- δίκαιο
- χρυσός
- ελπιδοφόρος
- πιθανός
- αισιόδοξος
- ελπιδοφόρος
- ροζ** (róz)
- αισιόδοξο
- Ευχάριστος
- ελπιδοφόρος
- ευνοϊκή
- καλός
- ενθαρρυντικός
- Ιδεαλιστής
- ποLLYάννα
- θετικός
- ευνοϊκός
- καθησυχαστικός
- Ρομαντικός
- Ροζ
- ουτοπικός
- οραματιστής
- Παγκλωσσικός
- Πόλυ Άννα
- Πόλι Άννα
- χαρούμενος
- επευφημώντας
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- ηλιόλουστος
Nearest Words of nihilist
Definitions and Meaning of nihilist in English
nihilist (n)
someone who rejects all theories of morality or religious belief
an advocate of anarchism
nihilist (n.)
One who advocates the doctrine of nihilism; one who believes or teaches that nothing can be known, or asserted to exist.
A member of a secret association (esp. in Russia), which is devoted to the destruction of the present political, religious, and social institutions.
FAQs About the word nihilist
Μηδενιστής
someone who rejects all theories of morality or religious belief, an advocate of anarchismOne who advocates the doctrine of nihilism; one who believes or teache
κυνικός,μοιρολατρικός,Μηδενιστικός (Mēdenistikós),πτωτικός,ηττοπαθής,απελπισμένος,απελπισμένος,αποθαρρυντικός,ύφεση,απελπισμένος
φωτεινό,ενθαρρυντικός,δίκαιο,χρυσός,ελπιδοφόρος,πιθανός,αισιόδοξος,ελπιδοφόρος,ροζ** (róz),αισιόδοξο
nihilism => Μηδενισμός, nihil obstat => δεν υπάρχει εμπόδιο, nihil => τίποτα, ni-hard iron => ο σίδηρος νι-σκληρός, ni-hard => ni-hard,