Greek Meaning of possessively
κτητικά
Other Greek words related to κτητικά
Nearest Words of possessively
- possessive case => Κτητική πτώση
- possessive => κτητικός
- possession => κατοχή
- possessed => δαιμονισμένος
- possess => κατέχω
- posseman => ομάδα αστυνομικών
- posse comitatus => δικαιόδοση της κομητείας
- posse => ομάδα
- posology => δοσολογία
- positron emission tomography scanner => Σαρωτής τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων
Definitions and Meaning of possessively in English
possessively (r)
in a possessive manner
FAQs About the word possessively
κτητικά
in a possessive manner
ζηλιάρης,Αφέντης,προστατευτικός,ύποπτος,Ελεγχόμενος,άπληστος,απαιτητικός,δυσπιστος,φθονερός,αρπαγή
επιτρεπτικό,ανεκτικός,ανεπιτήδευτο,κατανόηση,εμπιστευώμενος,εμπιστευτικός,ανεκτικός
possessive case => Κτητική πτώση, possessive => κτητικός, possession => κατοχή, possessed => δαιμονισμένος, possess => κατέχω,