FAQs About the word possessively

κτητικά

in a possessive manner

ζηλιάρης,Αφέντης,προστατευτικός,ύποπτος,Ελεγχόμενος,άπληστος,απαιτητικός,δυσπιστος,φθονερός,αρπαγή

επιτρεπτικό,ανεκτικός,ανεπιτήδευτο,κατανόηση,εμπιστευώμενος,εμπιστευτικός,ανεκτικός

possessive case => Κτητική πτώση, possessive => κτητικός, possession => κατοχή, possessed => δαιμονισμένος, possess => κατέχω,