FAQs About the word grosses

μεικτά

glaringly noticeable usually because of inexcusable badness or objectionableness, visible without the aid of a microscope, coarse in nature or behavior, consist

ποσά,σύνολα,σκορ,αθροίσματα,σύνολα,απογραφές,μετρά,αφηγήσεις,καταγραφές

Αφαιρέσεις,απώλειες,αφαιρέσεις

grossed => ακαθάριστος, gropes => Χουφτώνω, grooving (on) => απολαμβάνω, grooves => αυλακώσεις, grooved (on) => αυλακωτός (σε),