Greek Meaning of ground (down)
αλεσμένο (κάτω)
Other Greek words related to αλεσμένο (κάτω)
- κατεστραμμένος, ερειπωμένος
- υπερνικώ
- Υπερφορτωμένος
- θρυμματισμένος
- διαταραγμένος
- στο πάτωμα
- καταπιεσμένοι
- υπερκέρασε
- Υπερδύναμος
- καταβεβλημένος
- κούνησε
- θαμμένος στο χιόνι
- βυθισμένος
- ηττημένος
- κατακλύζω
- στεναχωρημένος
- πνιγμένος
- διαψεύστηκε
- βούλιαξε
- θρυμματισμένος
- κλιμακωτό
- βυθισμένο
- πέταξε
- αναστατωμένος
- κατακλυσμένος
Nearest Words of ground (down)
Definitions and Meaning of ground (down) in English
ground (down)
to weaken or destroy (someone or something) gradually, to make (something hard) smaller and smoother by gradually rubbing off tiny bits
FAQs About the word ground (down)
αλεσμένο (κάτω)
to weaken or destroy (someone or something) gradually, to make (something hard) smaller and smoother by gradually rubbing off tiny bits
κατεστραμμένος, ερειπωμένος,υπερνικώ,Υπερφορτωμένος,θρυμματισμένος,διαταραγμένος,στο πάτωμα,καταπιεσμένοι,υπερκέρασε,Υπερδύναμος,καταβεβλημένος
No antonyms found.
grouching => μουρμούρισμα, grouchiness => Κακοχυμία, grouches => γκρινιάρηδες, grouched => κατσούφης, grots => σπηλιές,