Greek Meaning of whelmed
κατακλυσμένος
Other Greek words related to κατακλυσμένος
- κατεστραμμένος, ερειπωμένος
- Υπερφορτωμένος
- θρυμματισμένος
- διαταραγμένος
- στο πάτωμα
- αλεσμένο (κάτω)
- καταπιεσμένοι
- υπερνικώ
- Υπερδύναμος
- καταβεβλημένος
- βυθισμένος
- ηττημένος
- κατακλύζω
- Αποθαρρυμένος
- στεναχωρημένος
- πνιγμένος
- υπερκέρασε
- διαψεύστηκε
- κούνησε
- βούλιαξε
- θρυμματισμένος
- θαμμένος στο χιόνι
- κλιμακωτό
- βυθισμένο
- πέταξε
- αναστατωμένος
Nearest Words of whelmed
Definitions and Meaning of whelmed in English
whelmed (imp. & p. p.)
of Whelm
FAQs About the word whelmed
κατακλυσμένος
of Whelm
κατεστραμμένος, ερειπωμένος,Υπερφορτωμένος,θρυμματισμένος,διαταραγμένος,στο πάτωμα,αλεσμένο (κάτω),καταπιεσμένοι,υπερνικώ,Υπερδύναμος,καταβεβλημένος
No antonyms found.
whelm => κατακλύζω, whelky => σαλιγκάρι, whelked => γδαρμένο, whelk => σαλιγκάρι, wheft => υφαδερό,