Greek Meaning of snowed under
θαμμένος στο χιόνι
Other Greek words related to θαμμένος στο χιόνι
- εξαντλημένος
- ρυθμός
- θαμένος
- σκονισμένος
- επίπεδο
- Κατέκτησε
- υπερνικώ
- Υπερφορτωμένος
- επικολλημένο
- δρομολογημένο
- Καπνιστό
- πνιγμένος
- ξυλοκοπημένος
- πέταξε
- κορυφαίο
- κομμένος
- διέλυσε
- αναστατωμένος
- χτυπημένος
- Τρώω ζωντανά
- ξυλοφορτώνω κάποιον
- φύσηξε μακριά
- ξυλοκοπημένος
- Τρέχω κύκλους γύρω από κάποιον
- Σφουγγάρισε το πάτωμα με
- Σκούπισε το πάτωμα με
- οριοθετημένο
- θρυμματισμένος
- κατεστραμμένος
- Αποστολή
- γρονθοκόπησε
- ξεπερασμένος
- τελειωμένος
- σκόραρε
- γδαρμένος
- ήρεμος
- σάρωσε
- πήρε
- χτύπησε
- κέρωμα
- εξαντλημένος, κουρασμένος
- Πέτυχε (έξω)
- κατακτημένος
- κρεμώδης
- Καταρρίφθηκε
- χτύπησε
- επικράτησε (πάνω από)
- έτρεξε κύκλους γύρω
- Γυαλισμένη με γόμα λακ
- Μεθυσμένος
- επέτυχε
- ξεπερασμένος
- θριαμβεύω (επί)
- πατημένο
- χτυπημένος
- χτυπημένο
- μαστιγώθηκε
- έχασε (απέναντι)
- νίκησε
- βελτιωμένος
- Χρεοκοπημενος
- εκλειπτικός
- διέπρεψε
- άνθισε
- ξεπερνώ
- ξεπέρασε
- Υπερδύναμος
- ανέτρεψε
- ξεχείλισε
- ξεπερνώντας
- βούλιαξε
- σφαγμένος
- υποδουλωμένος
- βυθισμένο
- υπερβάλαμε
- υπερέβη
- ανάποδα
- νικημένος
- χτενισμένο νήμα
- έκανε σε
- ξεπερασμένος (έξω)
- πήδησε (pídise)
- Νίκησε οριακά
- ξεπέρασε
- επικράτησε
- επισκίασε
- επισκίασε
- βαρετό
- Παρασυρμένος
Nearest Words of snowed under
Definitions and Meaning of snowed under in English
snowed under
to defeat by a large margin, to defeat by a large amount, to overwhelm especially beyond the ability to absorb or deal with something, to overwhelm especially in excess of capacity to absorb or deal with something
FAQs About the word snowed under
θαμμένος στο χιόνι
to defeat by a large margin, to defeat by a large amount, to overwhelm especially beyond the ability to absorb or deal with something, to overwhelm especially i
εξαντλημένος,ρυθμός,θαμένος,σκονισμένος,επίπεδο,Κατέκτησε,υπερνικώ,Υπερφορτωμένος,επικολλημένο,δρομολογημένο
No antonyms found.
snowed => χιονισμένος, snowballs => Χιονόμπαλες, snowballing => Χιονόμπαλα, snowballed => χιόνισε, snow under => κάτω από το χιόνι,