Greek Meaning of excelled

διέπρεψε

Other Greek words related to διέπρεψε

Definitions and Meaning of excelled in English

Webster

excelled (imp. & p. p.)

of Excel

FAQs About the word excelled

διέπρεψε

of Excel

εκλειπτικός,ξεπερασμένος,κορυφαίο,ξεπερασμένος,ρυθμός,βελτιωμένος,ηττημένος,Κατέκτησε,Μη ικανοποιητικός,ξεπερνώ

έχασε (από)

excel at => διαπρέπει, excel => excel, exceedingly => υπερβολικά, exceeding => υπερβαίνων, exceeder => υπερβολικός,