Greek Meaning of surpassed
ξεπερασμένος
Other Greek words related to ξεπερασμένος
- εκλειπτικός
- ξεπερασμένος
- κορυφαίο
- ρυθμός
- βελτιωμένος
- διέπρεψε
- Κατέκτησε
- Μη ικανοποιητικός
- ξεπερνώ
- ξεπέρασε
- υπερνικώ
- ξεχείλισε
- υπερέβη
- ξεπέρασε
- χωρίς πυρομαχικά
- πολύ κατώτερος
- επισκίασε
- επισκίασε
- νίκησε
- θρυμματισμένος
- ηττημένος
- γρονθοκόπησε
- ξεπέρασε
- ξεπερασμένος
- επισκιασμένος
- δρομολογημένο
- ντροπιασμένος
- ήρεμος
- υπερβάλαμε
- ξυλοκοπημένος
- κομμένος
- διέλυσε
- ξεπέρασε
- χτύπησε
- χτυπημένος
- χτενισμένο νήμα
- ξυλοκοπημένος
- κατακτημένος
- ξεπέρασε
- ανισόρροπος
- Υπερκαλύφθηκε
- υπερνίκησε
- Παρακάμπτω
- υπερτερούσε
- Παρασυρμένος
- επικράτησε (πάνω από)
- έτρεξε κύκλους γύρω
- Τρέχω κύκλους γύρω από κάποιον
- Μεθυσμένος
- πάνω
- θριαμβεύω (επί)
- πήγε ένα βήμα παραπέρα
- έχασε (απέναντι)
Nearest Words of surpassed
Definitions and Meaning of surpassed in English
surpassed
to transcend the reach, capacity, or powers of, to go beyond, to become better, greater, or stronger than, to go beyond the reach, powers, or capacity of, to be greater, better, or stronger than
FAQs About the word surpassed
ξεπερασμένος
to transcend the reach, capacity, or powers of, to go beyond, to become better, greater, or stronger than, to go beyond the reach, powers, or capacity of, to be
εκλειπτικός,ξεπερασμένος,κορυφαίο,ρυθμός,βελτιωμένος,διέπρεψε,Κατέκτησε,Μη ικανοποιητικός,ξεπερνώ,ξεπέρασε
έχασε (από)
surnaming => επώνυμο, surnames => επώνυμα, surnamed => με το επώνυμο, surmounting => υπερνίκηση, surmising => υποθέτοντας,