FAQs About the word exceeded

ξεπερασμένος

of Exceed

ξεπερασμένος,Χρεοκοπημενος,εισέβαλε,ξεπέρασε,κατακλύζω,υπερέβη,υπερβολικός,υπερέβη,υπερέβη,παραβίασε

έχασε (από)

exceedance => υπέρβαση, exceedable => υπερβάσιμος, exceed => Υπερβαίνω, excedent => πλεόνασμα, excecation => Εκτομή,