Greek Meaning of capped
οριοθετημένο
Other Greek words related to οριοθετημένο
Nearest Words of capped
Definitions and Meaning of capped in English
capped (s)
used especially of front teeth having (artificial) crowns
covered as if with a cap or crown especially of a specified kind
capped (imp. & p. p.)
of Cap
FAQs About the word capped
οριοθετημένο
used especially of front teeth having (artificial) crowns, covered as if with a cap or crown especially of a specified kindof Cap
περιορισμένος,περιορισμένος,σφιχτό,αποκλεισμένο,περιγεγραμμένο,περιορισμένος,κρατημένος κάτω,αποκλεισμένος,στενός,συμφωνημένο
ξεπερασμένος,επεκταθεί,διευρυμένη,διευρυμένο,Υπερβολική επέκταση,υπερέβη
cappeak => Το γείσο του καπέλου, capparis spinosa => κάππαρη, capparis mitchellii => κάπαρη, capparis flexuosa => Κάπαρη, capparis cynophallophora => κάππαρη,