Greek Meaning of narrowed

στενό

Other Greek words related to στενό

Definitions and Meaning of narrowed in English

Wordnet

narrowed (s)

reduced in size as by squeezing together

made narrow; limited in breadth

Webster

narrowed (imp. & p. p.)

of Narrow

FAQs About the word narrowed

στενό

reduced in size as by squeezing together, made narrow; limited in breadthof Narrow

αποκλεισμένο,στενός,συμφωνημένο,εμπόδισε,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,λιγότερο,περιορισμένος,εμπόδισαν,τσιμπημένο

διευρυμένη,ξεπερασμένος,επεκταθεί,διευρυμένο

narrow-body aircraft => Αεροσκάφος στενής ατράκτου , narrowbody aircraft => Στενόσωμο αεροσκάφος, narrow-body => στενόσωμος, narrow-bodied => στενόκορμο, narrowboat => Στενόπλοο,