Greek Meaning of broadened
διευρυμένη
Other Greek words related to διευρυμένη
- επεκταθεί
- διευρυμένο
- Ενισχυμένο
- ενοποιημένο
- επιμήκης
- βελτιωμένο
- διευρυμένο
- διευρυμένο
- εντατικοποιημένος
- επιμήκης
- ενισχυμένη
- Ενισχυμένο
- τονισμένη
- προστέθηκε (στο)
- ενισχυμένοι
- ενισχυμένος
- ενισχυμένο
- κατασκευασμένος
- deepened
- τονισμένος
- επιβεβλημένος
- ενισχυμένο
- Μεγεθυσμένη
- μεγιστοποιημένος
- μυτερή (πάνω)
- Διπλασιάστηκε
- ενισχυμένο
- ακονισμένο
- Τονισμένος
- αγχωμένος
- τεντωμένος
- συμπληρωματικός
- πρησμένος
Nearest Words of broadened
- broaden => διευρύνω
- broadcloth => Σεντόνι
- broadcasting studio => στούντιο μετάδοσης
- broadcasting station => ραδιοφωνικός σταθμός
- broadcasting company => ραδιοτηλεοπτικός σταθμός
- broadcasting => εκπομπή
- broadcaster => εκπομπός
- broadcast station => Ραδιοφωνικός σταθμός
- broadcast medium => Μέσο εκπομπής
- broadcast journalist => Ραδιοτηλεοπτικός δημοσιογράφος
- broadening => διεύρυνση
- broad-headed => πλατυκέφαλος
- broad-horned => πλατύκερος
- broadish => Κάπως φαρδύ
- broadleaf => Γ πλατύφυλλος
- broad-leafed => Πλατύφυλλο
- broad-leaved => πλατύφυλλος
- broad-leaved bottletree => Μπουκαλοδέντρο πλατύφυλλο
- broad-leaved dock => Λαπάθο
- broad-leaved everlasting pea => Λάθυρος ο ευρύφυλλος
Definitions and Meaning of broadened in English
broadened (imp. & p. p.)
of Broaden
FAQs About the word broadened
διευρυμένη
of Broaden
επεκταθεί,διευρυμένο,Ενισχυμένο,ενοποιημένο,επιμήκης,βελτιωμένο,διευρυμένο,διευρυμένο,εντατικοποιημένος,επιμήκης
στενός,μειωμένος,ελαττωμένος,λιγότερο,Στενεμένο (προς τα κάτω),μειωμένη,εξασθενημένος,ήρεμος,χαλάρωσε (κάτι),ήρεμος (κάτω)
broaden => διευρύνω, broadcloth => Σεντόνι, broadcasting studio => στούντιο μετάδοσης, broadcasting station => ραδιοφωνικός σταθμός, broadcasting company => ραδιοτηλεοπτικός σταθμός,