Greek Meaning of broad-headed
πλατυκέφαλος
Other Greek words related to πλατυκέφαλος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of broad-headed
- broadening => διεύρυνση
- broadened => διευρυμένη
- broaden => διευρύνω
- broadcloth => Σεντόνι
- broadcasting studio => στούντιο μετάδοσης
- broadcasting station => ραδιοφωνικός σταθμός
- broadcasting company => ραδιοτηλεοπτικός σταθμός
- broadcasting => εκπομπή
- broadcaster => εκπομπός
- broadcast station => Ραδιοφωνικός σταθμός
- broad-horned => πλατύκερος
- broadish => Κάπως φαρδύ
- broadleaf => Γ πλατύφυλλος
- broad-leafed => Πλατύφυλλο
- broad-leaved => πλατύφυλλος
- broad-leaved bottletree => Μπουκαλοδέντρο πλατύφυλλο
- broad-leaved dock => Λαπάθο
- broad-leaved everlasting pea => Λάθυρος ο ευρύφυλλος
- broad-leaved montia => Μοντία η οπισθοφυλλόφυλλος
- broad-leaved plantain => Φαρμακευτική πλαντάγκο
Definitions and Meaning of broad-headed in English
broad-headed (s)
having a brachycephalic head
FAQs About the word broad-headed
πλατυκέφαλος
having a brachycephalic head
No synonyms found.
No antonyms found.
broadening => διεύρυνση, broadened => διευρυμένη, broaden => διευρύνω, broadcloth => Σεντόνι, broadcasting studio => στούντιο μετάδοσης,