Greek Meaning of narrow-leaved everlasting pea
Μπιζέλι με στενά φύλλα
Other Greek words related to Μπιζέλι με στενά φύλλα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of narrow-leaved everlasting pea
- narrow-leaved bottletree => Στενόφυλλο δέντρο μπουκάλι
- narrow-leaf penstemon => Πενστέμονας στενόφυλλος
- narrow-leaf cattail => Κοινό καλάμι
- narrowing => στένωση
- narrowhead morel => Μορτσέλα με στενό κεφάλι
- narrower => στενότερο
- narrowed => στενό
- narrow-body aircraft => Αεροσκάφος στενής ατράκτου
- narrowbody aircraft => Στενόσωμο αεροσκάφος
- narrow-body => στενόσωμος
- narrow-leaved flame flower => Στενόφυλλο Φλόξ
- narrow-leaved plantain => Στενόφυλλη κολλιτσίδα
- narrow-leaved reedmace => Καλαμόφυλλο το στενόφυλλο
- narrow-leaved spleenwort => Ασπλήνιο το κοινό
- narrow-leaved strap fern => Στενόφυλλη πολυπόδιο
- narrow-leaved water plantain => Στενόφυλλος άλισμα
- narrow-leaved white-topped aster => Στενόφυλλος αστέρας με λευκή κορυφή
- narrowly => οριακά
- narrow-minded => Τετράγωνος
- narrow-mindedly => στενόμυαλα
Definitions and Meaning of narrow-leaved everlasting pea in English
narrow-leaved everlasting pea (n)
European perennial with mottled flowers of purple and pink; sometimes cultivated for fodder or as green manure
FAQs About the word narrow-leaved everlasting pea
Μπιζέλι με στενά φύλλα
European perennial with mottled flowers of purple and pink; sometimes cultivated for fodder or as green manure
No synonyms found.
No antonyms found.
narrow-leaved bottletree => Στενόφυλλο δέντρο μπουκάλι, narrow-leaf penstemon => Πενστέμονας στενόφυλλος, narrow-leaf cattail => Κοινό καλάμι, narrowing => στένωση, narrowhead morel => Μορτσέλα με στενό κεφάλι,