Greek Meaning of narrow-leaved spleenwort
Ασπλήνιο το κοινό
Other Greek words related to Ασπλήνιο το κοινό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of narrow-leaved spleenwort
- narrow-leaved reedmace => Καλαμόφυλλο το στενόφυλλο
- narrow-leaved plantain => Στενόφυλλη κολλιτσίδα
- narrow-leaved flame flower => Στενόφυλλο Φλόξ
- narrow-leaved everlasting pea => Μπιζέλι με στενά φύλλα
- narrow-leaved bottletree => Στενόφυλλο δέντρο μπουκάλι
- narrow-leaf penstemon => Πενστέμονας στενόφυλλος
- narrow-leaf cattail => Κοινό καλάμι
- narrowing => στένωση
- narrowhead morel => Μορτσέλα με στενό κεφάλι
- narrower => στενότερο
- narrow-leaved strap fern => Στενόφυλλη πολυπόδιο
- narrow-leaved water plantain => Στενόφυλλος άλισμα
- narrow-leaved white-topped aster => Στενόφυλλος αστέρας με λευκή κορυφή
- narrowly => οριακά
- narrow-minded => Τετράγωνος
- narrow-mindedly => στενόμυαλα
- narrow-mindedness => στενοκεφαλιά
- narrow-mouthed => με στενό στόμα
- narrowness => στενότητα
- narrows => Στενό
Definitions and Meaning of narrow-leaved spleenwort in English
narrow-leaved spleenwort (n)
North American fern with narrow fronds on yellowish leafstalks
FAQs About the word narrow-leaved spleenwort
Ασπλήνιο το κοινό
North American fern with narrow fronds on yellowish leafstalks
No synonyms found.
No antonyms found.
narrow-leaved reedmace => Καλαμόφυλλο το στενόφυλλο, narrow-leaved plantain => Στενόφυλλη κολλιτσίδα, narrow-leaved flame flower => Στενόφυλλο Φλόξ, narrow-leaved everlasting pea => Μπιζέλι με στενά φύλλα, narrow-leaved bottletree => Στενόφυλλο δέντρο μπουκάλι,