Greek Meaning of narrow-mouthed
με στενό στόμα
Other Greek words related to με στενό στόμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of narrow-mouthed
- narrow-mindedness => στενοκεφαλιά
- narrow-mindedly => στενόμυαλα
- narrow-minded => Τετράγωνος
- narrowly => οριακά
- narrow-leaved white-topped aster => Στενόφυλλος αστέρας με λευκή κορυφή
- narrow-leaved water plantain => Στενόφυλλος άλισμα
- narrow-leaved strap fern => Στενόφυλλη πολυπόδιο
- narrow-leaved spleenwort => Ασπλήνιο το κοινό
- narrow-leaved reedmace => Καλαμόφυλλο το στενόφυλλο
- narrow-leaved plantain => Στενόφυλλη κολλιτσίδα
Definitions and Meaning of narrow-mouthed in English
narrow-mouthed (s)
having a narrow mouth
FAQs About the word narrow-mouthed
με στενό στόμα
having a narrow mouth
No synonyms found.
No antonyms found.
narrow-mindedness => στενοκεφαλιά, narrow-mindedly => στενόμυαλα, narrow-minded => Τετράγωνος, narrowly => οριακά, narrow-leaved white-topped aster => Στενόφυλλος αστέρας με λευκή κορυφή,