Greek Meaning of smoked
Καπνιστό
Other Greek words related to Καπνιστό
- εξαντλημένος
- ρυθμός
- θαμένος
- σκονισμένος
- επίπεδο
- Κατέκτησε
- υπερνικώ
- επικολλημένο
- δρομολογημένο
- γδαρμένος
- πνιγμένος
- ξυλοκοπημένος
- πέταξε
- πήρε
- κορυφαίο
- κομμένος
- διέλυσε
- αναστατωμένος
- χτύπησε
- κέρωμα
- χτυπημένος
- φύσηξε μακριά
- ξυλοκοπημένος
- κρεμώδης
- Γυαλισμένη με γόμα λακ
- θαμμένος στο χιόνι
- νίκησε
- οριοθετημένο
- θρυμματισμένος
- κατεστραμμένος
- Αποστολή
- γρονθοκόπησε
- ξεπερασμένος
- τελειωμένος
- Υπερδύναμος
- Υπερφορτωμένος
- σκόραρε
- σφαγμένος
- ήρεμος
- υπερβάλαμε
- σάρωσε
- εξαντλημένος, κουρασμένος
- χτενισμένο νήμα
- Τρώω ζωντανά
- ξυλοφορτώνω κάποιον
- κατακτημένος
- έτρεξε κύκλους γύρω
- Τρέχω κύκλους γύρω από κάποιον
- Μεθυσμένος
- επέτυχε
- ξεπερασμένος
- πατημένο
- χτυπημένος
- χτυπημένο
- μαστιγώθηκε
- Σφουγγάρισε το πάτωμα με
- Σκούπισε το πάτωμα με
- βελτιωμένος
- Χρεοκοπημενος
- εκλειπτικός
- διέπρεψε
- άνθισε
- ξεπερνώ
- ξεπέρασε
- ανέτρεψε
- ξεχείλισε
- ξεπερνώντας
- βούλιαξε
- υποδουλωμένος
- βυθισμένο
- υπερέβη
- ανάποδα
- νικημένος
- Πέτυχε (έξω)
- έκανε σε
- ξεπερασμένος (έξω)
- πήδησε (pídise)
- Καταρρίφθηκε
- χτύπησε
- Νίκησε οριακά
- ξεπέρασε
- επικράτησε
- επισκίασε
- επισκίασε
- βαρετό
- Παρασυρμένος
- επικράτησε (πάνω από)
- θριαμβεύω (επί)
- έχασε (απέναντι)
Nearest Words of smoked
- smoked eel => Καπνιστή χέλι
- smoked haddock => Καπνιστό μπακαλιάρο
- smoked herring => Καπνιστή ρέγγα
- smoked mackerel => Καπνιστό σκουμπρί
- smoked salmon => Καπνιστός σολομός
- smoke-dried => καπνιστό
- smoke-filled => καπνισμένος
- smoke-free => μη καπνιζόντων
- smokehouse => Καπνιστήριο
- smokeless => χωρίς κάπνισμα
Definitions and Meaning of smoked in English
smoked (s)
(used especially of meats and fish) dried and cured by hanging in wood smoke
FAQs About the word smoked
Καπνιστό
(used especially of meats and fish) dried and cured by hanging in wood smoke
εξαντλημένος,ρυθμός,θαμένος,σκονισμένος,επίπεδο,Κατέκτησε,υπερνικώ,επικολλημένο,δρομολογημένο,γδαρμένος
No antonyms found.
smoke-cured => Καπνιστό, smoke tree => Δέντρο του καπνού, smoke screen => Καπνογόνο, smoke out => κάπνισμα σε εξωτερικούς χώρους, smoke hole => καπνοδόχος,