Greek Meaning of whelming

συντριπτικός

Other Greek words related to συντριπτικός

Definitions and Meaning of whelming in English

Webster

whelming (p. pr. & vb. n.)

of Whelm

FAQs About the word whelming

συντριπτικός

of Whelm

καταστροφικός,υπερνίκηση,συντριπτικός,συντριπτικός,άλεση (κάτω),καταπιεστικός,συντριπτικός,συντριπτικός,πλημμύρα,διάψευσis

No antonyms found.

whelmed => κατακλυσμένος, whelm => κατακλύζω, whelky => σαλιγκάρι, whelked => γδαρμένο, whelk => σαλιγκάρι,