Greek Meaning of oppressing

καταπιεστικός

Other Greek words related to καταπιεστικός

Definitions and Meaning of oppressing in English

Webster

oppressing (p. pr. & vb. n.)

of Oppress

FAQs About the word oppressing

καταπιεστικός

of Oppress

ενοχλητικός,επιβαρυντικός,καταθλιπτικός,θλιβερός,βασανίζοντας,ανησυχητικό,ανησυχητικό,σχετικά,βαρύνοντας,Βασανιστικός

κινούμενος,διαβεβαιωτικός,φωτεινό,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,αναζωογονητικός,συναρπαστικός,τονωτικός,αστραπή,καθησυχαστικός

oppressed => καταπιεσμένοι, oppress => καταπιέζω, oppositive => αντίθετος, oppositisepalous => αντιπέταλος, oppositipetalous => αντιπέταλος,