Greek Meaning of oppressing
καταπιεστικός
Other Greek words related to καταπιεστικός
- ενοχλητικός
- επιβαρυντικός
- καταθλιπτικός
- θλιβερός
- βασανίζοντας
- ανησυχητικό
- ανησυχητικό
- σχετικά
- βαρύνοντας
- Βασανιστικός
- άρρωστος
- αριστοκρατικός
- απογοητευτικό
- αποθαρρυντικός
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- βασανιστικός
- αναστατωτικός
- βαρετό
- κατέβασμα
- αναστάτωση
- αποθαρρυντικός
- απογοητευτικός
- δυσάρεστος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- ανησυχητικός
- εξασκούμενος
- ενοχλητικό
- ακύρωση
- ανησυχητικό
- ανησυχητική
- κινούμενος
- διαβεβαιωτικός
- φωτεινό
- ελπιδοφόρος
- παρηγορητικός
- αναζωογονητικός
- συναρπαστικός
- τονωτικός
- αστραπή
- καθησυχαστικός
- αγαλλίαση
- κατευναστικός
- διεγερτικό
- επευφημία (πάνω)
- επιπλέον
- απολαυστικός
- ανυψωτικός
- ενθαρρυντικός
- exhilarating
- ευχάριστος
- ικανοποιητικός
- εμπνευσμένος
- ανύψωση
- ευχάριστος
- ανυψωτικός
- παρηγορητικός
- ενίσχυση
- ενθουσιώδης
- ενθαρρυντικός
Nearest Words of oppressing
Definitions and Meaning of oppressing in English
oppressing (p. pr. & vb. n.)
of Oppress
FAQs About the word oppressing
καταπιεστικός
of Oppress
ενοχλητικός,επιβαρυντικός,καταθλιπτικός,θλιβερός,βασανίζοντας,ανησυχητικό,ανησυχητικό,σχετικά,βαρύνοντας,Βασανιστικός
κινούμενος,διαβεβαιωτικός,φωτεινό,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,αναζωογονητικός,συναρπαστικός,τονωτικός,αστραπή,καθησυχαστικός
oppressed => καταπιεσμένοι, oppress => καταπιέζω, oppositive => αντίθετος, oppositisepalous => αντιπέταλος, oppositipetalous => αντιπέταλος,