Greek Meaning of oppressiveness
καταπίεση
Other Greek words related to καταπίεση
- δίψα για αίμα
- σκοτεινότητα
- σκληρότητα
- κακεντρέχεια
- κακία
- κακοήθεια
- κακία
- βαρβαρότητα
- αιμομιξία
- κακία
- αδεξιότητα
- Βαρβαρότητα
- αιμοδιψία
- Ωμότητα
- κακία
- Ωμότητα
- αγριότητα
- αγριότητα
- αγριότητα
- σκληρότητα
- απανθρωπιά
- ανελέητος
- κακία
- ανηλεής
- αδυσώπητος
- σαδισμός
- Αισιοδοξία
- αγριότητα
- κακία
- Σκληρόχειρες
- αγριότητα
- Ακρότητα
- βαρβαρότητα
- σκληρότητα
- ασθένεια
- Αγριότητα
- αγριότητα
- Αναίσθητος
- κακία
- ασέλγεια
- διαβολικότητα
- Σκληροκαρδία
- απανθρωπιά
Nearest Words of oppressiveness
Definitions and Meaning of oppressiveness in English
oppressiveness (n)
a feeling of being oppressed
unwelcome burdensome difficulty
FAQs About the word oppressiveness
καταπίεση
a feeling of being oppressed, unwelcome burdensome difficulty
δίψα για αίμα,σκοτεινότητα,σκληρότητα,κακεντρέχεια,κακία,κακοήθεια,κακία,βαρβαρότητα,αιμομιξία,κακία
Καλοσύνη,Συμπόνια,ανθρωπισμός,ανθρωπότητα,καλοσύνη,συμπάθεια,τρυφερότητα,θερμότητα,ευσπλαχνία,καλοσύνη
oppressively => καταπιεστικά, oppressive => καταπιεστικός, oppression => Καταπίεση, oppressing => καταπιεστικός, oppressed => καταπιεσμένοι,