Greek Meaning of fellness

ασθένεια

Other Greek words related to ασθένεια

Definitions and Meaning of fellness in English

Webster

fellness (n.)

The quality or state of being fell or cruel; fierce barbarity.

FAQs About the word fellness

ασθένεια

The quality or state of being fell or cruel; fierce barbarity.

Βαρβαρότητα,βαρβαρότητα,Ωμότητα,σκληρότητα,Ωμότητα,αγριότητα,αγριότητα,αγριότητα,σκοτεινότητα,σκληρότητα

ευσπλαχνία,επιείκεια,έλεος,Οίκτος,τρυφερότητα,ζεστασιά,θερμότητα,φιλανθρωπία,Συμπόνια,ανθρωπισμός

fellmonger => Γουναράς, fellinic => φελινικός, fellini => Φελίνι, felling => κοπή, felliflu-ous => που ρέει,