Greek Meaning of felling

κοπή

Other Greek words related to κοπή

Definitions and Meaning of felling in English

Webster

felling (p. pr. & vb. n.)

of Fell

FAQs About the word felling

κοπή

of Fell

κάθοδος,πτώση,χτύπημα,ισοπέδωση,διάτρηση,χαστούκι,χαστούκι,ανατροπή,θόρυβος,μπόουλινγκ (κάτω ή πάνω)

κινούμενος,ανατροφή,Αποκατάσταση,αναβιωτικό,θρεπτικός,ανάσταση,αναζωογονώντας

felliflu-ous => που ρέει, fellies => ζάντες, feller => Δρυοτόμος, felled seam => Πιέτα, felled => κομμένος,