Greek Meaning of cruelness

σκληρότητα

Other Greek words related to σκληρότητα

Definitions and Meaning of cruelness in English

Wordnet

cruelness (n)

the quality of being cruel and causing tension or annoyance

FAQs About the word cruelness

σκληρότητα

the quality of being cruel and causing tension or annoyance

Ωμότητα,Ωμότητα,Ακρότητα,Βαρβαρότητα,σκληρότητα,απανθρωπιά,βαρβαρότητα,σαδισμός,Αγριότητα,αγριότητα

Καλοσύνη,Συμπόνια,ανθρωπισμός,ανθρωπότητα,καλοσύνη,συμπάθεια,τρυφερότητα,θερμότητα,ευσπλαχνία,καλοσύνη

cruelly => σκληρά, cruel plant => Βάναυσο φυτό, cruel and unusual punishment => σκληρή και ασυνήθιστη τιμωρία, cruel => σκληρός, crudity => αγένεια,