Greek Meaning of buoying

επιπλέον

Other Greek words related to επιπλέον

Definitions and Meaning of buoying in English

Webster

buoying (p. pr. & vb. n.)

of Buoy

FAQs About the word buoying

επιπλέον

of Buoy

υποκίνηση,ενίσχυση,επευφημώντας,Ενθάρρυνση,ανάφλεξη,συναρπαστικός,ζύμωση,υποδαυλίζοντας,ενδυναμωτικός,ενθαρρυντικός

απόσβεση,Απόσβεση,νεκρωτικό,εξουθενωτικό,αποστράγγιση,βαρετός,εξαντλητικό,εξαντλητικός,παρενόχληση,συγκρατημένος

buoyed => Ανυψωμένος, buoyantly => Επιπλέων, buoyant => πλευστό, buoyancy => άνωση, buoyancies => άντωση,