Greek Meaning of turning on
ενεργοποίηση
Other Greek words related to ενεργοποίηση
- επιτιθέμενος
- επιτιθέμενος
- επιδρομή
- εντυπωσιακός
- ξυλοδαρμός
- καθοδικός (σε ή επί)
- που πετά προς
- _πηγαίνοντας στο_
- εισέρχεται
- πηδώντας (πάνω)
- ασχολούμαι
- εφορμώ εναντίον (verb)
- Ρύθμιση σε
- Ρύθμιση ενεργοποίησης
- με βάση
- θυελλώδης
- σκίζοντας σε
- ενέδρα
- εφορμώντας
- επίμονος
- υλοτομίες
- φόρτιση
- εισβάλλοντας
- Ληστεία
- βιαστικός
- καταστροφή
- συμμαχία (εναντίον)
- Κράζω κάποιον
- στρογγυλοποίηση προς
- παρότρυνση
- εμέτου
- σμήνος
- Ενέδρα
- Πολιορκώντας
- βομβαρδισμός
- αναπήδηση
- Βομβαρδισμός
- Πλευρικός
- λεηλασία
- εκφοβισμός
- λεηλασία
- γύψωμα
- λεηλασία
- καταστρεπτικός
- απόλυση
- εκπληκτικό
- ενέδρα
- Τραβώντας μακριά (από)
- βομβαρδισμός
- blitzkrieg
- ορμή
- κανόνι
- εκπληκτικός
Nearest Words of turning on
Definitions and Meaning of turning on in English
turning on
to cause interest or enjoyment, to excite sexually, to cause to work by or as if by turning a control, to move pleasurably, to cause to undergo an intense often visionary experience by taking a drug, to cause to gain knowledge or appreciation of something specified, to become turned on, to cause to get high, to activate or cause to flow, operate, or function by or as if by turning a control
FAQs About the word turning on
ενεργοποίηση
to cause interest or enjoyment, to excite sexually, to cause to work by or as if by turning a control, to move pleasurably, to cause to undergo an intense often
επιτιθέμενος,επιτιθέμενος,επιδρομή,εντυπωσιακός,ξυλοδαρμός,καθοδικός (σε ή επί),που πετά προς,_πηγαίνοντας στο_,εισέρχεται,πηδώντας (πάνω)
κάλυψη,υπερασπίζοντας,προστατευτικός,προστασία,θωράκιση,φρούρηση
turning off => απενεργοποιώ, turning loose => αφήνω, turning in => στροφή, turning down => απόρριψη, turning color => αλλαγή χρώματος,