Greek Meaning of going at

_πηγαίνοντας στο_

Other Greek words related to _πηγαίνοντας στο_

Definitions and Meaning of going at in English

going at

to move on a course

FAQs About the word going at

_πηγαίνοντας στο_

to move on a course

επιτιθέμενος,επιτιθέμενος,επιδρομή,εντυπωσιακός,ξυλοδαρμός,καθοδικός (σε ή επί),που πετά προς,εισέρχεται,πηδώντας (πάνω),ασχολούμαι

κάλυψη,υπερασπίζοντας,προστατευτικός,προστασία,φρούρηση,θωράκιση

going along => συνεχίζοντας, going (with) => πηγαίνει (με), going (to) => Πηγαίνει (σε), going (on) => σε εξέλιξη, going (for) => πάω (για),