Greek Meaning of going (with)
πηγαίνει (με)
Other Greek words related to πηγαίνει (με)
- μίξη (με)
- σύμφωνος (με)
- συντονισμός (με)
- αντίστοιχος (με)
- εναρμονιζόμενος (με)
- ανέρχεται (σε)
- συμπληρωματικός
- εξισώνοντας
- ταιριαστό
- παράλληλος
- συμπληρώνοντας
- προσθέτοντας (σε)
- προσεγγίζοντας
- Ερχόμενος (σε)
- αντισταθμίζω
- εξισορροπητικός
- ηχώ
- ισούται
- μέτρηση (έως)
- κατοπτρισμός
- πλησιάζοντας
- συμμετέχοντας (σε)
Nearest Words of going (with)
Definitions and Meaning of going (with) in English
going (with)
to move on a course
FAQs About the word going (with)
πηγαίνει (με)
to move on a course
μίξη (με),σύμφωνος (με),συντονισμός (με),αντίστοιχος (με),εναρμονιζόμενος (με),ανέρχεται (σε),συμπληρωματικός,εξισώνοντας,ταιριαστό,παράλληλος
No antonyms found.
going (to) => Πηγαίνει (σε), going (on) => σε εξέλιξη, going (for) => πάω (για), going (by) => πάει (από), going (away) => φεύγω (μακριά),