FAQs About the word going (for)

πάω (για)

to move on a course

κοστολόγηση,πουλάει (για),ανέρχεται (σε),φέρνοντας,Ερχόμενος (σε),φέρνω,Καταχώρηση (για),τρέξιμο,ερώτημα,απαιτητικός

αποτρόπαιος,βδελυρός,αποστροφή,αηδία,καταδικαστικός,καταφρονητικός,περιφρόνηση

going (by) => πάει (από), going (away) => φεύγω (μακριά), go-getting => φιλόδοξος, go-getters => Ενεργοί, gofers => γκόφερς,