Greek Meaning of going (for)
πάω (για)
Other Greek words related to πάω (για)
Nearest Words of going (for)
Definitions and Meaning of going (for) in English
going (for)
to move on a course
FAQs About the word going (for)
πάω (για)
to move on a course
κοστολόγηση,πουλάει (για),ανέρχεται (σε),φέρνοντας,Ερχόμενος (σε),φέρνω,Καταχώρηση (για),τρέξιμο,ερώτημα,απαιτητικός
αποτρόπαιος,βδελυρός,αποστροφή,αηδία,καταδικαστικός,καταφρονητικός,περιφρόνηση
going (by) => πάει (από), going (away) => φεύγω (μακριά), go-getting => φιλόδοξος, go-getters => Ενεργοί, gofers => γκόφερς,