FAQs About the word going (to)

Πηγαίνει (σε)

someone or something that is regularly or repeatedly chosen or employed for reliably good results, regularly or repeatedly chosen or employed for reliably good

διαβούλευση,αναφερόμενος στο,καταφεύγειν σε,μετατροπή σε,χρησιμοποιώντας,απασχολούν,εξαρτημένοι (από),χρησιμοποιώντας

No antonyms found.

going (on) => σε εξέλιξη, going (for) => πάω (για), going (by) => πάει (από), going (away) => φεύγω (μακριά), go-getting => φιλόδοξος,