FAQs About the word turning (to)

μετατροπή σε

to apply oneself to work

διαβούλευση,Πηγαίνει (σε),αναφερόμενος στο,καταφεύγειν σε,χρησιμοποιώντας,απασχολούν,εξαρτημένοι (από),χρησιμοποιώντας

No antonyms found.

turning (on) => ενεργοποίηση, turned-on => αναμμένο, turned up => ανέβηκε, turned turtle => γύρισε χελώνα, turned tail => Έφυγε τρέχοντας,