Greek Meaning of cannoning
κανόνι
Other Greek words related to κανόνι
- ενέδρα
- βομβαρδισμός
- αναπήδηση
- Βομβαρδισμός
- γύψωμα
- ενέδρα
- Τραβώντας μακριά (από)
- βομβαρδισμός
- blitzkrieg
- Ενέδρα
- επιτιθέμενος
- πολιορκώντας
- Πολιορκώντας
- παρενόχληση
- εισβάλλοντας
- λεηλασία
- εκφοβισμός
- λεηλασία
- λεηλασία
- επείγον
- καταστρεπτικός
- Ληστεία
- απόλυση
- εκπληκτικό
- εκπληκτικός
- σμήνος
- ενεργοποίηση
- εφορμώντας
- επιτιθέμενος
- επίμονος
- υλοτομίες
- φόρτιση
- υπερθέτω
- επιδρομή
- βιαστικός
- εντυπωσιακός
- καταστροφή
- ορμή
- καθοδικός (σε ή επί)
- Επιδρομή
- συμμαχία (εναντίον)
- εισέρχεται
- πηδώντας (πάνω)
- εφορμώ εναντίον (verb)
- Ρύθμιση ενεργοποίησης
- παρότρυνση
- εμέτου
- θυελλώδης
Nearest Words of cannoning
Definitions and Meaning of cannoning in English
cannoning
any device for propelling a substance or object at high speeds, a large, heavy gun usually mounted on a carriage, a heavy-caliber automatic aircraft gun firing explosive shells
FAQs About the word cannoning
κανόνι
any device for propelling a substance or object at high speeds, a large, heavy gun usually mounted on a carriage, a heavy-caliber automatic aircraft gun firing
ενέδρα,βομβαρδισμός,αναπήδηση,Βομβαρδισμός,γύψωμα,ενέδρα,Τραβώντας μακριά (από),βομβαρδισμός,blitzkrieg,Ενέδρα
κάλυψη,υπερασπίζοντας,προστατευτικός,προστασία,θωράκιση,φρούρηση
cannoneers => Πυροβολητές, cannonballing => Τραγικός κανονιού, cannonballed => βλήμα, cannonades => κανονιοβολισμούς, cannonaded => Βομβαρδίστηκε,