Greek Meaning of canoodled

ερωτοτροπούσαν

Other Greek words related to ερωτοτροπούσαν

Definitions and Meaning of canoodled in English

canoodled

to engage in amorous embracing, caressing, and kissing

FAQs About the word canoodled

ερωτοτροπούσαν

to engage in amorous embracing, caressing, and kissing

τιμολογούμενος,χαϊδεύω,αγκαλιασμένος,χαϊδεύω,μακρυλαιμός,φωλιασμένος,ρινικό,χαϊδεύω,χάιδεψε,με πόδια

No antonyms found.

canons => κανόνες, canonizes => αγιοποιεί, canon laws => εκκλησιαστικό δίκαιο, cannoning => κανόνι, cannoneers => Πυροβολητές,