Greek Meaning of cuddled
αγκαλιασμένος
Other Greek words related to αγκαλιασμένος
Nearest Words of cuddled
- cudgel one's brains (about) => Ξύνω τα μυαλά μου (για)
- cudgeled => ραβδίστηκε
- cudgeled one's brains (about) => σπάω το κεφάλι μου (για)
- cudgeling => ρόπαλο
- cudgeling one's brains (about) => βασανίζω το μυαλό μου (με)
- cudgelled => μαστιγώθηκε
- cudgelling => ραβδισμός
- cudgels => ρόπαλα
- cued => σηματοδοτημένος
- cueing => υπόδειξη
Definitions and Meaning of cuddled in English
cuddled
to lie close, a close embrace, to hold close for warmth or comfort or in affection, to lie close or snug
FAQs About the word cuddled
αγκαλιασμένος
to lie close, a close embrace, to hold close for warmth or comfort or in affection, to lie close or snug
Στοργικός,φωλιασμένος,χαϊδεύω,Σκυφτός,Έτοιμος,Συνωστισμένος,snoozled
Τραντάχτηκε,τρομοκρατήθηκε,οπισθοχώρησε,προστατευμένος,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε,ξεκίνησε,συσπάστηκε,Χλωμός
cuddie => cuddlie, cuckoos => κούκος, cuckoo clocks => ρολόγια με κούκο, cubs => Κουταβάκια, cubicles => Γραφεία,