FAQs About the word snuggled

Στοργικός

drawn or pressed close to someone or something for or as if for affection or protection

Σκυφτός,φωλιασμένος,στριμωγμένος,Έτοιμος,Συνωστισμένος,σκαμμένο,ξαπλωμένος,καμπούρης,καμπούρης (κάτω),τσαλακωμένος

Τραντάχτηκε,τρομοκρατήθηκε,οπισθοχώρησε,προστατευμένος,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε,ξεκίνησε,συσπάστηκε,Χλωμός

snuggle => Αγκαλιάζω, snuggery => Άνετη γωνιά, snug => άνετος, snuffly => μύξα, snuffling => γρυλίζοντας,