Greek Meaning of snugness

άνεση

Other Greek words related to άνεση

Definitions and Meaning of snugness in English

Wordnet

snugness (n)

a state of warm snug comfort

FAQs About the word snugness

άνεση

a state of warm snug comfort

καθαρός,τακτοποιημένο,τακτοποιημένος,Διακόσμηση,αντισηπτικό,Κροκαλένια,καλλωπισμένος,άμωμος,Καλοχτενισμένος,οργανωμένος

αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατη,Βρόμικος,ακατάστατος,ακατάστατος,ατημέλητος,ξεπεσμένος,φθαρμένος

snugly => άνετα, snuggling => αγκαλιάσματα, snuggled => Στοργικός, snuggle => Αγκαλιάζω, snuggery => Άνετη γωνιά,