FAQs About the word soaker

βεντούζα

a heavy rain, a person who drinks alcohol to excess habitually

αλκοολικός,μεθυσμένος,μουλιάζω,αλκοολικός,αλκύλιο,μεθυσμένος,Διψομανής,πότης,μεθυσμένος,Μεθυσμένος

εγκρατής,Μη ποτόσ,Εγκρατής,Αποστάτης,Αποχή

soaked => βρεγμένος, soakage => εμβάπτιση, soak up => απορροφά, soak through => βρέχω καλά, soak => μουλιάζω,