Greek Meaning of alky
αλκύλιο
Other Greek words related to αλκύλιο
Nearest Words of alky
Definitions and Meaning of alky in English
alky (n)
a person who drinks alcohol to excess habitually
FAQs About the word alky
αλκύλιο
a person who drinks alcohol to excess habitually
αλκοολικός,Αλκοολικός,μεθυσμένος,Διψομανής,πότης,μεθυσμένος,μεθυσμένος,Μεθυσμένος,μεθυσμένος,μεθυσμένος
εγκρατής,Μη ποτόσ,Εγκρατής,Αποστάτης,Αποχή
alkoranist => κορανιστής, alkoranic => κορανικός, alkoran => Κοράνι, alkermes => αλκερμές, alkeran => αλκεράν,