FAQs About the word alky

αλκύλιο

a person who drinks alcohol to excess habitually

αλκοολικός,Αλκοολικός,μεθυσμένος,Διψομανής,πότης,μεθυσμένος,μεθυσμένος,Μεθυσμένος,μεθυσμένος,μεθυσμένος

εγκρατής,Μη ποτόσ,Εγκρατής,Αποστάτης,Αποχή

alkoranist => κορανιστής, alkoranic => κορανικός, alkoran => Κοράνι, alkermes => αλκερμές, alkeran => αλκεράν,