FAQs About the word teetotaler

Εγκρατής

a total abstainerOne pledged to entire abstinence from all intoxicating drinks.

εγκρατής,ξηρός,Μη ποτόσ,υποστηρικτής της απαγόρευσης,Αποχή

αλκοολικός,πότης,μεθυσμένος,Πότης,μεθυσμένος,μεθυσμένος,Μεθυσμένος,μεθυσμένος,Τουρσί,μεθυσμένος

teetotal => Εγκρατής, teething ring => Δαχτυλίδι οδοντοφυΐας, teething => Οδοντοφυΐα, teethed => οδοντωτός, teethe => ανατολή δοντιών,