Greek Meaning of snuggling
αγκαλιάσματα
Other Greek words related to αγκαλιάσματα
Nearest Words of snuggling
Definitions and Meaning of snuggling in English
snuggling (n)
affectionate play (or foreplay without contact with the genital organs)
FAQs About the word snuggling
αγκαλιάσματα
affectionate play (or foreplay without contact with the genital organs)
καμπουριασμένος,Πουλί,ζεστός και άνετος,σκάβοντας,καμπύλωση,στριμώχνω,καμπούρης,ξαπλωμένος,Καθισμένη,ζάρωμα
συσπαστικός,τρεμάμενη,Υποχωρώ,συρρίκνωση,ντροπαλός,αρχή,σπαρταρώντας,ζεμάτισμα
snuggled => Στοργικός, snuggle => Αγκαλιάζω, snuggery => Άνετη γωνιά, snug => άνετος, snuffly => μύξα,