Greek Meaning of burrowing
σκάβοντας
Other Greek words related to σκάβοντας
Nearest Words of burrowing
Definitions and Meaning of burrowing in English
burrowing (p. pr. & vb. n.)
of Burrow
FAQs About the word burrowing
σκάβοντας
of Burrow
ξύσιμο,εκβάθυνση,εκσκαφή,ανασκαφή,εμβάθυνση,ανασκαφή,ξύνοντας,φτυάρισμα,φτυάρισμα,σκάψιμο
γέμιση,λείανση (out ή over)
burrower => αμμοσκάπτης, burrowed => σκαμμένο, burrow => Λαγούμι, burroughs => Μπάροουζ, burrock => Γάτα,