FAQs About the word quarrying

λατομείο

the extraction of building stone or slate from an open surface quarryof Quarry

Μεταλλευτική,εμβάθυνση,εκβάθυνση,ξύνοντας,σκάβοντας,ξύσιμο,ανασκαφή,σκάψιμο,εκσκαφή,ανασκαφή

γέμιση,λείανση (out ή over)

quarry-faced => λατομείο, quarry => λατομείο, quarries => λατομεία, quarrier => λατόμος, quarried => λατομημένο,