Greek Meaning of quarried
λατομημένο
Other Greek words related to λατομημένο
Nearest Words of quarried
Definitions and Meaning of quarried in English
quarried (a.)
Provided with prey.
quarried (imp. & p. p.)
of Quarry
FAQs About the word quarried
λατομημένο
Provided with prey., of Quarry
εξορυσσόμενο,εμβαθύνθηκε,σκαμμένη,σκαμμένο,αρπάγη,εκβαθυσμένος,σκάψιμο,εκσκαμμένο,ξεθάφτηκε,σκαμμένο
γεμάτος (σε),λείανση (έξω ή πάνω)
quarrelsomeness => φιλονικία, quarrelsome => φιλονικός, quarrellous => κα quarrelsome, quarrelling => τσακώνομαι, quarreller => καβγαδόρος,