FAQs About the word quarried

λατομημένο

Provided with prey., of Quarry

εξορυσσόμενο,εμβαθύνθηκε,σκαμμένη,σκαμμένο,αρπάγη,εκβαθυσμένος,σκάψιμο,εκσκαμμένο,ξεθάφτηκε,σκαμμένο

γεμάτος (σε),λείανση (έξω ή πάνω)

quarrelsomeness => φιλονικία, quarrelsome => φιλονικός, quarrellous => κα quarrelsome, quarrelling => τσακώνομαι, quarreller => καβγαδόρος,