FAQs About the word excavated

εκσκαμμένο

of Excavate

σκάβω,εκβαθυσμένος,σκαμμένο,φτυαρισμένο,σκαμμένο,αρπάγη,εμβαθύνθηκε,σκάψιμο,ξεθάφτηκε,εξορυσσόμενο

γεμάτος (σε),λείανση (έξω ή πάνω)

excavate => ανασκάπτω, excarnification => Αποσάρκωση, excarnificate => Αποκαρδίωση, excarnation => εκσάρνωση, excarnate => άσαρκος,