Greek Meaning of filled (in)
γεμάτος (σε)
Other Greek words related to γεμάτος (σε)
- Συμβουλευόταν
- έπιασε
- ενημερωμένος
- εκπαιδευμένος
- είπε
- γνωστός
- ανακοινώθηκε (σε)
- ενημέρωσε
- ενημερώθηκε
- ξεκαθαρισμένο
- πληροφορημένος (αναφορικά με κάτι)
- Αποκαλύφθηκε (σε)
- μορφωμένος
- διαφωτισμένος
- εξοικειωμένος
- Κρατώ (κάποιον) ενήμερο
- ενημερώστε κάποιον
- Ειδοποιημένο
- δίδαξε
- έμπειρος
- διαφημισμένο
- ειδοποιημένος
- σίγουρος
- πιστοποιημένο
- πεπεισμένος
- απογοητευμένος
- Απογοητευμένος
- Υποχόνδριος
- διδάσκω
- καθησυχασμένος
- εκπαιδευμένος
- διδαγμένος
- εγγυημένος
- έγινε σοφός
Nearest Words of filled (in)
Definitions and Meaning of filled (in) in English
filled (in)
to enrich (something, such as a design) with detail, to fill a vacancy usually temporarily, someone or something that fills in, to give necessary or recently acquired information to, to furnish with specified information
FAQs About the word filled (in)
γεμάτος (σε)
to enrich (something, such as a design) with detail, to fill a vacancy usually temporarily, someone or something that fills in, to give necessary or recently ac
Συμβουλευόταν,έπιασε,ενημερωμένος,εκπαιδευμένος,είπε,γνωστός,ανακοινώθηκε (σε),ενημέρωσε,ενημερώθηκε,ξεκαθαρισμένο
παραπλάνησε,παραπληροφορημένος
fill (up) => γεμίζω, fill (out) => συμπληρώστε (έξω), fill (in) => συμπληρώνω (σε), filings => εντάλματα, filigrees => φιλγκράμ,