FAQs About the word filling (up)

πλήρωση (προς τα πάνω)

Διάχυτος (μέσω),έγχυση,Περnώντας (μέσα),διαποτίζω (μέσα σε),κορεστικός,βροχή,διεισδυτικός,διεισδυτικός,διεισδυτικός,διεισδυτικός

No antonyms found.

filling (out) => συμπλήρωση (έξω), filling (in) => γέμιση, fillers => πληρωτικά υλικά, filled the bill => ήταν κατάλληλη, filled in => γεμάτος,