Greek Meaning of saturating
κορεστικός
Other Greek words related to κορεστικός
- βροχή
- πνιγμός.
- imμέρσ
- μούλιασμα
- βούτηγμα
- πλημμυρίζων
- εκμάκτρινση
- διεισδυτικός
- διεισδυτικός
- βρεγμένος
- άλμη
- έγχυση
- βυθιζόμενος
- πλημμύρα
- Πλύσιμο
- λουτρό
- απόσβεση
- Απόσβεση
- κατάσβεση
- ραβδοσκοπία
- ενυδατικός
- ενυδατικό
- διεισδυτικός
- μαρινάρισμα
- υγρασία
- Προβρέχω
- βράζων
- μεθυσμένος
- μούλιασμα
- πότισμα
- Υδατοπνιγμός
Nearest Words of saturating
- saturation => Κορεσμός
- saturation point => σημείο κορεσμού
- saturator => κορεστικός
- saturday => Σάββατο
- saturday night special => προσφορά Σαββάτου βράδυ
- satureia => θρούμπι
- satureia hortensis => Θυμάρι κήπου
- satureia montana => Αγριοθύμαρο (Agriothymaro)
- satureja => Θρούμπι
- satureja acinos => Θυμάρι βουνό
Definitions and Meaning of saturating in English
saturating (p. pr. & vb. n.)
of Saturate
FAQs About the word saturating
κορεστικός
of Saturate
βροχή,πνιγμός.,imμέρσ,μούλιασμα,βούτηγμα,πλημμυρίζων,εκμάκτρινση,διεισδυτικός,διεισδυτικός,βρεγμένος
αφυδατωτικός,αποστράγγιση,ξήρανση,κένωση,καυστικός,(στύψιμο),αποξηραίνω,στάχτες,κένωση
saturated fatty acid => Κορεσμένο λιπαρό οξύ, saturated => κορεσμένος, saturate => κορεσμός, saturant => κορεστικός, saturable => κορεστός,