Greek Meaning of macerating

εκμάκτρινση

Other Greek words related to εκμάκτρινση

Definitions and Meaning of macerating in English

Webster

macerating (p. pr. & vb. n.)

of Macerate

FAQs About the word macerating

εκμάκτρινση

of Macerate

πνιγμός.,κορεστικός,μούλιασμα,έγχυση,βούτηγμα,βροχή,imμέρσ,μαρινάρισμα,άλμη,βυθιζόμενος

αφυδατωτικός,αποστράγγιση,ξήρανση,κένωση,καυστικός,(στύψιμο),αποξηραίνω,στάχτες,κένωση,Αφυγραντήρας

macerater => Μουσκεύω, macerated => μασεμένος, macerate => εμβάπτω, macer => μασεράρισμα, macedonianism => μακεδονισμός,